- φάκωσις
- φᾰκ-ωσις, εως, ἡ,A a being freckled, Heph.Astr.1.1 (pl.).II discoloration of the white of the eye, Gal.14.768.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάκωσις — a being freckled fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάκωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. η εμφάνιση φακίδων στο πρόσωπο 2. η κάλυψη τού προσώπου με φακίδες 3. αποχρωμάτωση τού λευκού στίγματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ωσις, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φακῶ, όώ] … Dictionary of Greek
φακώσεις — φάκωσις a being freckled fem nom/voc pl (attic epic) φάκωσις a being freckled fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)